- πολυκαιρίζω
- αμετ.1) существовать, продолжаться много времени; затягиваться, долго тянуться; 2) стареть, стариться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυκαιρίζω — Ν [πολυκαιρία] 1. διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα 2. συνεκδ. παλιώνω … Dictionary of Greek
πολυκαιρίζω — διαρκώ πολύ χρόνο, παλιώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)